- τέμβλον
- τὸ, Μβλ. τέμπλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τέμπλο — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζεται στις ορθόδοξες χριστιανικές εκκλησίες ένα ξύλινο ή μαρμάρινο διάφραγμα, συνήθως γλυπτό και επίχρυσο, που χωρίζει το ιερό από τον κυρίως ναό. Στο τ. είναι αναρτημένες μεγάλες εικόνες του Χριστού, της Παναγίας… … Dictionary of Greek